Παλλάς Αθηνά

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Ε-

: τοῦ δ᾿ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη,
γυῖα δ᾿ ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν:
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
θαρσῶν νῦν Διόμηδες ἐπὶ Τρώεσσι μάχεσθαι:
125 ἐν γάρ τοι στήθεσσι μένος πατρώϊον ἧκα
ἄτρομον, οἷον ἔχεσκε σακέσπαλος ἱππότα Τυδεύς:
ἀχλὺν δ᾿ αὖ τοι ἀπ᾿ ὀφθαλμῶν ἕλον ἣ πρὶν ἐπῆεν,
ὄφρ᾿ εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα.

Έτσι είπε, κι η Αθηνά του επάκουσε την προσευκή η Παλλάδα,
τα μέλη ανάλαφρα του τα ‘κάμε, χέρια ψηλά και πόδια’
κι ως στάθη πλάι του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
« Εδώ κι ομπρός τους Τρώες πολέμα τους, Διομήδη, δίχως φόβο,
τι εγώ την αντριγιά του κύρη σου στα στήθη σου έχω βάλει
την άτρομη, ο άλογάρης που ‘κλεινεν άγριος Τυδέας εντός του’
και την καταχνιά, πριν που σ᾿ έζωνε, σου σήκωσα απ᾿ τα μάτια,
θεός ποιος είναι και ποιος άνθρωπος καλά να ξεχωρίζεις.