ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ -Ε-
250 τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης:
μή τι φόβον δ᾿ ἀγόρευ᾿, ἐπεὶ οὐδὲ σὲ πεισέμεν οἴω.
οὐ γάρ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι
οὐδὲ καταπτώσσειν: ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν:
255 ὀκνείω δ᾿ ἵππων ἐπιβαινέμεν, ἀλλὰ καὶ αὔτως
ἀντίον εἶμ᾿ αὐτῶν: τρεῖν μ᾿ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη.
τούτω δ᾿ οὐ πάλιν αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι
ἄμφω ἀφ᾿ ἡμείων, εἴ γ᾿ οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:
260 αἴ κέν μοι πολύβουλος Ἀθήνη κῦδος ὀρέξῃ
ἀμφοτέρω κτεῖναι,
Τότε ο αντρειανός ταυροκοιτώντας τον του μίλησε Διομήδης:
«Άδικα παν θαρρώ τα λόγια σου, παράτα τη φευγάλα!
Μάθε, να φεύγω εγώ απ᾿ τον πόλεμο δεν το ‘χω γονικό μου,
μηδέ και να ζαρώνω᾿ μέσα μου το λέει η καρδιά μου ακόμα.
Δε θέλω ν᾿ ανεβώ στο αμάξι μου᾿ θα χτυπηθώ όπως είμαι’
στέκει η Αθηνά η Παλλάδα δίπλα μου, το φόβο μου αποδιώχνει.
Τα δυο γοργόποδά τους άλογα δε θα τους γύρουν πίσω
μακριά από μας, κι ακόμα αν ένας τους μπορέσει να ξεφύγει.
Κάποιο άλλο λόγο τώρα θα ‘λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾿ τον:
Αν τύχει κι η Αθηνά η πολύβουλη τη δόξα μου χαρίσει
να δώσω και στους δυο το θάνατο,
ΟΜΗΡΟΣ
Ὀδύσσεια (16.266-16.320)
οἱ δέ τοι οὔ τι
280 πείσονται· δὴ γάρ σφι παρίσταται αἴσιμον ἦμαρ.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
ὁππότε κεν πολύβουλος ἐνὶ φρεσὶ θῇσιν Ἀθήνη,
νεύσω μέν τοι ἐγὼ κεφαλῇ, σὺ δ᾽ ἔπειτα νοήσας
ὅσσα τοι ἐν μεγάροισιν ἀρήϊα τεύχεα κεῖται
ἐς μυχὸν ὑψηλοῦ θαλάμου καταθεῖναι ἀείρας
Αυτοί, είναι σίγουρο,
280 δεν θα σ᾽ ακούσουν· γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα — να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης.